Ιστορία

Οι τοποθεσίες που πλαισιώνουν τον κόλπο της Γιάλοβας συναντώνται σε όλους τους σταθμούς της ιστορίας, από την εποχή του μύθου και των ομηρικών επών ως την επικύρωση της αναγνώρισης του σύγχρονου ελληνικού κράτους στον 19ο αιώνα.

Νέστορας:

Με το όνομα του ομηρικού βασιλιά Νέστορα έχει συνδεθεί η ανάπτυξη ενός ισχυρού βασιλείου που καταλάμβανε σχεδόν τη σημερινή Μεσσηνία. Αν και στα πρώτα χρόνια των ανασκαφών, η περιοχή δεν είχε τραβήξει την προσοχή των αρχαιολόγων (σε αντιδιαστολή με τις Μυκήνες π.χ.), αποδείχθηκε ότι ήταν μία από τις πιο προοδευμένες περιοχές κατά την πρωτοελλαδική και μεσοελλαδική περίοδο (πρώτοι θολωτοί τάφοι, οικισμοί από την Εποχή του Χαλκού, Άνω Εγκλιανός, ανάκτορο Νέστορα).

Με τη γενεαλογία του Νέστορα, που ήταν "εγγονός" του θεού Ποσειδώνα, φαίνεται να συνδέεται το όνομα της νήσου Σφακτηρίας και την πραγματοποίηση των θυσιών (κυρίως ταύρων) προς τον θεό της θάλασσας. Μία άλλη ερμηνεία για την προέλευση του ονόματος του νησιού σχετίζεται με το φυτό σφάκα που φυτρώνει άφθονο σε αυτό.

Τα ίχνη από την ανθρώπινη δραστηριότητα εντοπίζονται στις οχυρώσεις που βρίσκονται τόσο πάνω στη Σφακτηρία (υπολείμματα από Κυκλώπεια τοίχοι) όσο και στο Παλαιόκαστρο. Η σημερινή εικόνα της περιοχής γύρω από τον κόλπο της Γιάλοβας είναι αποτέλεσμα πολλών διαδοχικών παρεμβάσεων, κυρίως οχυρωματικών, που ακολουθούν τις διάφορες ιστορικές περιόδους.

Αρχαία Ιστορία / Πελοποννησιακός Πόλεμος:

Το 425 π.Χ., στο μέσο των συγκρούσεων που είχαν ξεκινήσει από το 431 π.χ ανάμεσα σους Αθηναίους και τους Λακεδαιμόνιους και των συμμάχων τους, το νησί της Σφακτηρίας μαζί με την γειτονική τοποθεσία του Παλαιοκάστρου και της Βουφράδας (σημερινή Βοϊδοκοιλιά) αποτέλεσε τον τόπο μίας επιτυχημένης στρατηγικής νίκης του έμπειρου στόλου των Αθηναίων.

Πλέοντας ο αθηναϊκός στόλος προς την Κέρκυρα, εξαιτίας του κακού καιρού αποτραβήχτηκε μέσα στο λιμάνι της Πύλου (Βοϊδοκοιλιά: αποτελούσε λιμάνι μέχρι την αχρήστευσή του από προσχώσεις. Η πόλη της Πύλου, βρισκόταν αρχικά στο Παλαιόκαστρο και χρησιμοποιούσε την σημερινή Βοϊδοκοιλιά ως λιμάνι). Μετά από πιέσεις του Δημοσθένη, οι Αθηναίοι στρατιώτες έφτιαξαν μέσα σε 6 μέρες δύο πρόχειρα οχυρά με πέτρες από την γύρω περιοχή, με στόχο να ελέγξουν την είσοδο στον κολπίσκο. Ο Δημοσθένης μαζί με 5 πλοία έμεινε να φυλάει την Πύλο.

Ο στρατός των Λακεδαιμονίων με στρατηγό τον Άγη, μετά από μία σύντομη επιδρομή στην Αττική, κατευθύνθηκε προς την Πύλο μαζί με Πελοποννήσιους συμμάχους και τα 60 πλοία που επέστρεψαν από την Κέρκυρα. Ο στόχος τους ήταν να αποκλείσουν το ύψωμα της Πύλου από στεριά και θάλασσα. Αφού κατέλαβαν τη Σφακτηρία με 420 Λακεδαιμόνιους και τους είλωτές τους, ξεκίνησαν πρώτοι την επίθεση εναντίων των ολιγάριθμων Αθηναίων.

Οι Αθηναίοι αντιστέκονταν σθεναρά για 2 μέρες, προξενώντας φθορές στους Λακεδαιμόνιους. Όταν κατέφθασαν τα 50 αθηναϊκά πλοία, εισέβαλαν στον κόλπο της Γιάλοβας όπου βρίσκονταν τα αντίπαλα πλοία. Αφού κατέστρεψαν πολλά από τα πλοία των Λακεδαιμονίων, απέκλεισαν την σπαρτιατική φρουρά που είχε τοποθετηθεί στην Σφακτηρία.

Μετά από την ήττα τους, οι Λακεδαιμόνιοι απέστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα για να ζητήσουν ειρήνη. Εξαιτίας των πολιτικών εντάσεων των Αθηναίων, το αίτημά τους δεν έγινε δεκτό, και ο πολιτικός Κλέων μαζί με τον Δημοσθένη ανέλαβαν να επιτεθούν στην Σφακτηρία. Αποβίβασαν την αυγή τους Αθηναίους στρατιώτες στο νότιο άκρο του νησιού, από την πλευρά της ανοιχτής θάλασσας, και κυνήγησαν τους Λακεδαιμόνιους που οχυρώθηκαν στον παλιό κυκλώπειο τείχος (που υπάρχουν ακόμα υπολείμματα). Με την υπόδειξη των Μεσσηνίων, οι Αθηναίοι περικύκλωσαν τους Σπαρτιάτες και τους ανάγκασαν να παραδοθούν. Τους 200 που επέζησαν τους μετέφεραν στην Αθήνα. Η παράδοση αυτή, ήρθε σε αντιδιαστολή με το γενναίο φρόνημα που ο αρχαίος κόσμος απέδιδε στους Λακεδαιμόνιους.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προσπάθειες τροφοδοσίας της αποκλεισμένης φρουράς στη Σφακτηρία. Δίνονταν μεγάλα ποσά σε όποιον κατάφερνε να μεταφέρει στο νησί κρέας, κρασί ή τυρί ενώ όσοι είλωτες προσέφεραν τέτοια υπηρεσία ανταμείβονταν με την ελευθερία τους. Όταν οι δυνατοί άνεμοι ανάγκαζαν τα αθηναϊκά πλοία να μείνουν στον κόλπο, μικρά πλοία με προμήθειες χτυπούσαν απότομα στα δύσκολα σημεία αποβίβασης από την πλευρά της θάλασσας. Επίσης, μερικοί επιδέξιοι δύτες κατάφερναν να φτάσουν στις ακτές της Σφακτηρίας σέρνοντας δερμάτινα ασκιά με σπόρους παπαρούνας ανακατεμένους με μέλι και κοπανισμένο λιναρόσπορο.

Ενετοκρατία / Τουρκοκρατία:

Πάνω στις οχυρώσεις των Αθηναίων στο Παλαιόκαστρο/ Πύλο, δημιουργήθηκε ένας μικρός οικισμός. Το μεσαιωνικό κάστρο χτίστηκε στα τέλη του 13ου αιώνα, την περίοδο της Φραγκικής κυριαρχίας, από τον βαρόνο της Θήβας Νικόλαο Β΄Σαιντ Ομέρ. Εξαιτίας της στρατηγικής του θέσης, το κάστρο άλλαξε πολλούς ιδιοκτήτες. Το 1381 καταλήφθηκε από την ομάδα των Ναβαραίων (Ισπανοί και Γάλλοι μισθοφόροι) και το 1423 πωλήθηκε στους Ενετούς.

Οι Ενετοί, ως ένας ναυτικός λαός που κυριαρχούσε στο εμπόριο, συμπεριέλαβε το Παλαιόκαστρο στις καστροπολιτείες που χρησιμοποιούσε για να ελέγχει τους εμπορικούς δρόμους της Μεσογείου, μαζί με την Μεθώνη και την Κορώνη. Το κάστρο του Ναβαρίνο (το όνομα αποδίδεται στους Αβάρους που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή τον 6ο αιώνα), παρέμεινε στους Βενετούς ως το 1500,οπότε και παραδόθηκε στους Οθωμανούς.

Το 1573, οι Οθωμανοί χτίζουν ένα νέο, σύγχρονο κάστρο, το Νεόκαστρο στην σημερινή Πύλο, καθώς το λιμάνι στο Παλαιόκαστρο είχε πλέον αχρηστευθεί. Το Νεόκαστρο γνωρίζει και αυτό διαδοχικές καταλήψεις από τους Οθωμανούς και τους Βενετούς, οι οποίοι κάθε φορά το ανακατασκευάζουν. Μετά το 1828, δεν περιλαμβάνει πλέον κατοικίες και χρησιμοποιείται ως φυλακές.

Η σπουδαιότητα της περιοχής του Ναυαρίνου είχε αναγνωριστεί από τους Βενετούς και αποτελούσε μία από τις 7 επαρχίες του "Βασιλείου του Μορέως". Τον 17ο αιώνα, το Ναυαρίνο αποκτά από τον Μοροζίνι το κοινοτικό δικαίωμα εξαιτίας της στρατηγικής του θέσης και των πολιτικοοικονομικών συμφερόντων των Βενετών.

Ελληνική Επανάσταση:

Η περιοχή του Ναυαρίνο έχει μείνει στην σύγχρονη ιστορία ως την αρχή του τέλους της προσπάθειας των ελληνικών πληθυσμών για ανεξαρτησία. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος υπό την αρχιστρατηγία του Ιμπραήμ, είχε αποβιβαστεί από τον Φεβρουάριο του 1825 στην Μεθώνη και προέλαυνε προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου. Οι μεγάλες δυνάμεις, που παρακολουθήσαν από κοντά τις εξελίξεις αλλά χωρίς να έχουν επίσημη ανάμειξη πέρα των φιλελλήνων που βρίσκονταν οικειοθελώς στον ελληνικό αγώνα, πίεζαν τον Σουλτάνο να υπογράψει τις συνθήκες της Πετρούπολης αρχικά και του Λονδίνου στη συνέχεια, όπου προβλεπόταν η αναγνώριση της επικυριαρχίας του, η πληρωμή φόρου υποτελείας από τους επαναστατημένους και καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων. Η απόρριψή τους από τον Σουλτάνο, εξαιτίας των πολεμικών επιτυχιών του Ιμπραήμ, οδήγησε στη συγκέντρωση πλοίων των τριών Δυνάμεων στον όρμο του Ναυαρίνο όπου είχαν αγκυροβολίσει τα τουρκοαιγυπτιακά πλοία.

Η ναυμαχία ξεκίνησε στις 8 Οκτωβρίου 1827, μετά την δολοφονία των ευρωπαίων αγγελιοφόρων και διήρκεσε περίπου 4 ώρες. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος υπέστη ολοκληρωτική καταστροφή. 60 πλοία βυθίστηκαν ενώ τα υπόλοιπα είχαν ριχθεί στα αβαθή του κόλπου. Οι νεκροί ήταν πάνω από 6.000 και ο όρμος του Ναυαρίνου είχε καλυφθεί από επιπλέοντα πτώματα και συντρίμμια. Από την πλευρά των Μεγάλων Δυνάμεων δεν βυθίστηκε κανένα πλοίο.

Η σημασία της ναυμαχίας δεν προσμετράτε μόνο βάση των απωλειών αλλά έχει αξία λόγω της επίσημης ενεργούς ανάμειξης των τριών χωρών. Ήταν η επικύρωση της επιθυμίας τους για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους στο πλαίσιο διευθέτησης του Ανατολικού Ζητήματος (τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας).

Τα μνημεία της Σφακτηρίας:

Η σπουδαιότητα της ναυμαχίας του Ναυαρίνου για την γέννηση του ελληνικού κράτους και η ανάγκη της ενθύμησής της, ήταν αναγνωρισμένα από τους Έλληνες της εποχής γι αυτό και στην Δ' Εθνοσυνέλευση του 1829 είχε ψηφισθεί η ανέγερση μνημείου προς τιμήν των Μεγάλων Δυνάμεων.

Σήμερα πλέοντας στον όρμο του Ναυαρίνου, συναντάμε τα μνημεία των τριών χωρών, ως ανάμνηση της συμβολής τους στην θετική έκβαση της επανάστασης. Το μνημείο των Γάλλων βρίσκεται στην βραχονησίδα του Τσιχλή- Μπαμπά. Ανεβαίνοντας 144 σκαλιά προς την κορυφή της, βρίσκεται το μνημείο των Γάλλων μαχητών. Το μνημείο των Άγγλων έχει στηθεί στο μικρό ξερονήσι Χελωνάκι. Στην Σφακτηρία βρίσκεται το μνημείο για τους 59 νεκρούς Ρώσους ναύτες. Τοποθετήθηκε από το Ρωσικό Πολεμικό Ναυτικό το 1872, κατά την 45η επέτειο της ναυμαχίας. Το μνημείο αποτελείται από έναν βωμό με την μαρμάρινη αναθηματική πλάκα όπου αναγράφεται "Στη μνήμη των απωλεσθέντων στη ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 8 (20) Οκτώβρη 1827 και ενταφιασμένων εδώ κοντά". Πλαισιώνεται από κυπαρίσσια που φύτεψαν το 1889 Ρώσοι ναύτες που απαίτησαν τιμή στους συμπατριώτες τους. Το 1960, κοντά στην πλάκα προστέθηκε μία στήλη όπου εικονίζεται το εθνόσημο της Σοβιετικής Ένωσης και μία άγκυρα ενώ αναγράφεται "Προς τιμή των Ρώσων ναυτών που απωλέστηκαν ηρωικά στη ναυμαχία του Ναβαρίνου". Δίπλα στο μνημείο βρίσκεται η εκκλησία της Αναστάσεως του Κυρίου όπου τελούνταν λειτουργίες και μνημόσυνα για τους πεσόντες. Πρόσφατα, το 1997, χτίστηκε ο Ναός του Αγίου Νικολάου ως δώρο του ομογενούς Μιχαήλ Τσάχωφ και του Συλλόγου Ελληνικού Πολιτισμού της Καρελίας στο Πετροζαβότσκ. Το παρεκκλήσι αυτό είναι χτισμένο σύμφωνα με την ορθόδοξη ρωσική αρχιτεκτονική με βολβοειδής τρούλους. Είναι κατασκευασμένο εξ ολοκλήρου από ξύλο από τα δάση της Σιβηρίας, χωρίς να έχει χρησιμοποιηθεί ούτε ένα σιδερένιο καρφί. Το παρεκκλήσι εξαιτίας των θερμοκρασιών και της υγρασίας χρίζει τακτικής συντήρησης.

Παράλληλα με τα εθνικά μνημεία, στην Σφακτηρία υπάρχουν και ταφικά μνημεία Ευρωπαίων Φιλελλήνων. Στα πλαίσια του Φιλελληνισμού και κάτω από την επιρροή της εποχής των επαναστάσεων, αρκετοί νέοι ζητούσαν να συμμετάσχουν ενεργά στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ένα από αυτά είναι του Ιταλού φιλέλληνα κόμη Σαντόρε Σανταρόζα. Ο παλαίμαχος στρατιωτικός συμμετείχε στον ελληνικό αγώνα από τον Δεκέμβριο του 1824 και έχασε τη ζωή του τον Απρίλιο του 1825 κατά τις μάχες που έγιναν στην απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Στα ενδότερα της Σφακτηρίας υπάρχει και το ταφικό μνημείο του Γάλλου αξιωματικού Αλέξη Μαλλέ που σκοτώθηκε σε μία αψιμαχία. Συναντάμε επίσης, ένα μνημείο με το αναγνωρίσιμο όνομα του Βοναπάρτη. Πρόκειται για τον ανιψιό του γνωστού Ναπολέοντα, τον Παύλο Μαρία Βοναπάρτη. Επηρεασμένος από το φιλελληνικό και αγωνιστικό πνεύμα της εποχής, ο 18χρονος φοιτητής, ήρθε στην Ελλάδα και κατατάχθηκε ως δόκιμος στην φρεγάτα ΕΛΑΣ του Άγγλου ναυάρχου Κόχραν. Τον Σεπτέμβρη του 1827 σκοτώθηκε από εκπυρσοκρότηση όπλου ενώ βρισκόταν στο Ναύπλιο. Το σώμα του βρέθηκε ταριχευμένο σε ένα βαρέλι με ρούμι, μετά από 3 χρόνια και παραδόθηκε στο Γαλλικό ναυτικό. Το 1832, ενταφιάστηκε σε μαυσωλείο στη Σφακτηρία, κοντά στους συμπατριώτες του έχασσαν τη ζωή τους στη ναυμαχία.

– Μαργαρίτα Ντεμερούκα, ιστορικός

Φωτογραφίες